- δακρυόεν
- δακρυόειςtearfulmasc voc sgδακρυόειςtearfulneut nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
δακρυόεις — δακρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος 2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων 3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + όεις* (πρβλ.… … Dictionary of Greek